- ασύντριπτος
- η , ο [ος , ον ], ασύντριφτος, η , ο1) неразбитый, неразломанный; 2) несокрушённый, непобеждённый; несокрушимый, непобедимый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀσύντριπτος — not easily rubbed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασύντριπτος — και φτος, η, ο (AM ἀσύντριπτος, ον) αυτός που δεν έχει ή που δεν είναι δυνατόν να συντριφθεί … Dictionary of Greek
ἀσύντριπτον — ἀσύντριπτος not easily rubbed masc/fem acc sg ἀσύντριπτος not easily rubbed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυντρίπτους — ἀσύντριπτος not easily rubbed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσύντριπτα — ἀσύντριπτος not easily rubbed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσύντριπτοι — ἀσύντριπτος not easily rubbed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)